- παλιάλογο
- το1. παλιό, γέρικο άλογο, αλλ. παλιαλογάς.2. ατίθασο, δύστροπο άλογο: Το παλιάλογο, θα με σκοτώσει καμιά ώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλιάλογο — το 1. γέρικο άλογο 2. ατίθασο, δύστροπο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + άλογο] … Dictionary of Greek
ιππάριο(ν) — το (ΑΜ ἱππάριον) (υποκορ. τού ίππος) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο νεοελλ. φρ. 1. «ιππάριον τού Πικερμίου» γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών τής οικογένειας ιππίδες, που σήμερα έχει εκλείψει βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα … Dictionary of Greek
κρόνιππος — κρόνιππος, ὁ (Α) μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος] … Dictionary of Greek